- μαντευτός
- μαντευτός, -ή, -όν (Α) [μαντεύω]1. αυτός για τον οποίο το μαντείο έχει δώσει χρησμό («ἧχ' ὁ μαντευτὸς γόνος», Ευρ.)2. ο προκαθορισμένος, ο προδιαγεγραμμένος από τον χρησμό («τά τε μαντευτὰ ἱερὰ θύουσιν», Αριστοτ.)3. «μαντευτοὶ λόγοι» — άθροισμα λόγων τού ρήτορα Αριστείδη.
Dictionary of Greek. 2013.